ημιχρόνιο — το 1. λιγόλεπτη διακοπή στη μέση αθλητικού αγώνα: Ο διαιτητής σφύριξε ημιχρόνιο. 2. το πρώτο και το δεύτερο μέρος ενός αγώνα: Οι παίχτες της ομάδας μας έπαιξαν με πάθος και στα δύο ημιχρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιώριο — και ημίωρο, το (AM ἡμιώριον) μισή ώρα, χρονική διάρκεια μισής ώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. ημιώριον ή ημίωρον (ενν. διάστημα χρόνου) ουσιαστικοποιημένο επίθ.: πρβλ. ημιχρόνιο / ημίχρονο] … Dictionary of Greek
μεσόχρονο — το το ημιχρόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χρόνος (πρβλ. ημί χρονο). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ημίχρονο — το ημιχρόνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισοφάριση — η επίτευξη ίδιου σκορ, εξίσωση: Στο δεύτερο ημιχρόνιο πέτυχαν την ισοφάριση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)